κοινωνιο-

κοινωνιο-
α' συνθετικό επιστημονικών όρων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό υπάγεται, αναφέρεται ή σχετίζεται με την έννοια τής κοινωνίας ή την επιστήμη τής κοινωνιολογίας. Είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. / γαλλ. socio-) και απαντά σε σύνθετα όπως: κοινωνιογενετική, κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιόγραμμα, κοινωνιόδραμα, κοινωνιοθεραπεία, κοινωνιοκρατία, κοινωνιόλεκτο, κοινωνιολογία, κοινωνιολογικός, κοινωνιολογισμός, κοινωνιολόγος, κοινωνιομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινωνιογενετική — η σύμφωνα με μια ορισμένη κοινωνιολογική αντίληψη, η μελέτη τού αυθόρμητου σχηματισμού μικρών ομάδων στους κόλπους μιας ευρύτερης ομάδας που τίς περιλαμβάνει. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιογλωσσολογία — η κλάδος τής γλωσσολογίας που εξετάζει την κοινωνική παράμετρο τής γλώσσας, δηλ. την επίδραση τής κοινωνικής δομής στη γλώσσα και τη διαφοροποίηση τής γλώσσας τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιο * + γλωσσολογία. Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιοθεραπεία — η (ψυχολ.) το σύνολο τών μεθόδων που έχουν ως σκοπό τη θεραπεία τών συναισθηματικών διαταραχών και τών διαταραχών τής προσωπικότητας, διά μέσου τών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, φυσικής ή τεχνητής, στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιοκρατία — η όρος πλασμένος από τον Ωγκύστ Κοντ και που σημαίνει τη μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία ανήκει στην ίδια την κοινωνία θεωρούμενη ως ένα οργανικό σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της,… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην κοινωνιολογία ή είναι σχετικός με αυτήν («κοινωνιολογικό σύγγραμμα»). επίρρ... κοινωνιολογικά και κώς με κοινωνιολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογισμός — ο ακραία κοινωνιολογική τάση που ανάγει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικούς προσδιορισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολόγος — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την κοινωνιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologue < socio (που αποδίδεται ως κοινωνιο *) + logue (πρβλ. λόγος < λόγος)] …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιόγραμμα — το (κοινων.) γραφική παράσταση τών αποτελεσμάτων μιας κοινωνιομετρικής έρευνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. sociogram < socio (που αποδίδεται ως κοινωνιο *) + gram (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”