κοινωνιογενετική — η σύμφωνα με μια ορισμένη κοινωνιολογική αντίληψη, η μελέτη τού αυθόρμητου σχηματισμού μικρών ομάδων στους κόλπους μιας ευρύτερης ομάδας που τίς περιλαμβάνει. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ … Dictionary of Greek
κοινωνιογλωσσολογία — η κλάδος τής γλωσσολογίας που εξετάζει την κοινωνική παράμετρο τής γλώσσας, δηλ. την επίδραση τής κοινωνικής δομής στη γλώσσα και τη διαφοροποίηση τής γλώσσας τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιο * + γλωσσολογία. Απόδοση στην… … Dictionary of Greek
κοινωνιοθεραπεία — η (ψυχολ.) το σύνολο τών μεθόδων που έχουν ως σκοπό τη θεραπεία τών συναισθηματικών διαταραχών και τών διαταραχών τής προσωπικότητας, διά μέσου τών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, φυσικής ή τεχνητής, στην οποία… … Dictionary of Greek
κοινωνιοκρατία — η όρος πλασμένος από τον Ωγκύστ Κοντ και που σημαίνει τη μορφή διακυβέρνησης στην οποία η εξουσία ανήκει στην ίδια την κοινωνία θεωρούμενη ως ένα οργανικό σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της,… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην κοινωνιολογία ή είναι σχετικός με αυτήν («κοινωνιολογικό σύγγραμμα»). επίρρ... κοινωνιολογικά και κώς με κοινωνιολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογισμός — ο ακραία κοινωνιολογική τάση που ανάγει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικούς προσδιορισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κοινωνιολόγος — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την κοινωνιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologue < socio (που αποδίδεται ως κοινωνιο *) + logue (πρβλ. λόγος < λόγος)] … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek
κοινωνιόγραμμα — το (κοινων.) γραφική παράσταση τών αποτελεσμάτων μιας κοινωνιομετρικής έρευνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. sociogram < socio (που αποδίδεται ως κοινωνιο *) + gram (πρβλ.… … Dictionary of Greek